Ἀγαπητέ καί σεβαστέ π. Ἰωσήφ,
Χαῖρε
ἐν Κυρίῳ
Ἔλαβα σέ φωτοτυπίες
τήν 2η ἀπάντηση στήν δημοσιευθεῖσα στό περιοδικό «Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος»
(τεῦχος 13-14) ἀπάντησί μου στήν κριτική σου μελέτη στό ἐκδοθέν βιβλίο μου γιά
τό ὑποχρεωτικό τοῦ 15ου κανόνος τῆς πρωτοδευτέρας Συνόδου περί
διακοπῆς μνημονεύσεως.
Εἶναι ἀλήθεια π. Ἰωσήφ
ὅτι ἀπόρησα γιά τήν ὄψιμη αὐτή ἀπάντησί σου καί σκέφθηκα μᾶλλον ἐμπαθῶς ὅτι
κάποιοι ἄλλοι λόγοι ἐπέβαλον νά γράψης αὐτή τήν ἀπάντησι. Ἐπειδή ἔτσι συνήθως ἐνεργοῦν
οἱ τοῦ Π. Ἡμερολογίου ἀδελφοί, δηλαδή δίδουν μία ἀπάντησι ἁπλῶς καί μόνο γιά νά
ποῦν ὅτι ἀπάντησαν, ἀσχέτως μέ τό ἄν στήν οὐσία εἶναι ἀπάντησι αὐτό πού
γράφουν.
Ὁ λόγος πού μέ ὁδήγησε
νά σκεφθῶ κατ’ αὐτόν τόν ἐμπαθῆ τρόπο εἶναι τό ὅτι, κατ’ οὐσίαν, δέν περιέχει
καμμία ἀπάντησι, στά οὐσιώδη θέματα πού ἐθίχθησαν, ἡ δεύτερη αὐτή ἀπάντησί σου.
Ἀπεναντίας μάλιστα, μεταφέρεις τό θέμα, αὐτή τή φορά, σέ προσωπικό θά λέγαμε ἐπίπεδο,
ἐφ’ ὅσον μέ ἐρωτᾶς καί μέ ἐλέγχεις γιά τό ἄν ἐγώ ἐτήρησα, μέ τήν ἀποτείχισί μου,
αὐτά πού διακελεύονται οἱ Πατέρες καί εἰδικά ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης στήν
προκειμένη περίπτωσι. Ἀλλά καί στήν πρώτη σου ἀπάντησι, σοῦ ἐπεσήμανα στήν ἀνταπαντήσί
μου, ὅτι μετέφερες τό θέμα ἐκεῖ πού νόμιζες ὅτι ἐξυπηρετοῦνται οἱ
Παλαιοημερολογίτες καί ὡς ἐκ τούτου ἤσουν καί ἐκεῖ ἐκτός θέματος.
Σοῦ ἔγραψα ἐπί τοῦ
θέματος τούτου μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς: «Δέν
νομίζω π. Ἰωσήφ ὅτι δέν κατενόησες τό πνεῦμα τῶν γραφομένων μου, ὥστε νά ἑστιάσεις
ἀλλοῦ τό πρόβλημα καί ὡς ἐκ τούτου νά εἶσαι ἐξ ἀρχῆς ἐκτός θέματος εἰς τήν
μελέτην σου» (περ. “Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος”, τεῦχος 15-16, σελ. 188). Φαίνεται ὅμως
ὅτι αὐτή ἡ μέθοδος ἀποτελεῖ παγία θέσι τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, διότι στήν ἀλληλογραφία
μου μέ αὐτούς τήν συνάντησα πολλές φορές, σέ σημεῖο πού νά ἐγκαταλείψω τήν
περαιτέρω συζήτησι.
Συγκεκριμένα λοιπόν,
π. Ἰωσήφ, τό πρόβλημα μέ τό ὁποῖο εἶχα ἀσχοληθῆ στό προαναφερθέν βιβλίο μου ἦταν
τό, ἄν ὑπῆρχε στήν διδασκαλία τῆς Γραφῆς καί τῶν Πατέρων καί, βέβαια, ἄν στήν
πράξι ἔγινε αὐτό στήν δισχιλιετῆ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ περίπτωσις νά χειροτονήσουμε
ἄλλους Ἐπισκόπους καί νά δημιουργήσουμε ἄλλη Σύνοδο, ὑπαρχούσης τῆς αἱρέσεως,
χωρίς νά καταδικαστοῦν προηγουμένως καί νά ἐκβληθοῦν ἀπό τούς θρόνους οἱ αἱρετικοί
Ἐπίσκοποι.
Καί βέβαια γνωρίζεις
καλά ὅτι, τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, δέν τήν προσδιορίζουν οὔτε τήν καθορίζουν
οἱ πράξεις τῶν αἱρετικῶν, οὔτε κάτι πού ἔγινε ἐμπερίστατα, καί μάλιστα ὄχι ἀπό ἁγίους,
σέ κάποια ἀκατάστατη καί ταραχώδη περίοδο τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά, ἡ Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας,
καθορίζεται πρωτίστως ἀπό τήν ἁγία Γραφή καί κατόπιν ἀπό τήν διδασκαλία τῶν ἱερῶν
Kανόνων
καί τῶν ἁγίων. Οἱ πράξεις τῶν ἁγίων μᾶς διδάσκουν καί αὐτές τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας,
ἐφ’ ὅσον ἐναρμονίζονται μέ τήν ἁγία Γραφή καί τούς ἱερούς Κανόνες καί ἐφ’ ὅσον
δέν ἀποτελοῦν κάτι σπάνιο, ἤ κάτι πού ἔγινε ἀπό τούς ἁγίους, ἐπειδή τό ἀπαιτοῦσε
ἡ συγκεκριμένη χρονική περίοδος καί ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπειδή π.χ., κάποτε ἐχρειάστηκε
ὁ Μέγας Βασίλειος γιά κάποιο χρόνο νά μήν ὁμολογῆ δημοσίως καί εὐθαρσῶς τήν
θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, δέν σημαίνει ὅτι αὐτό ἀποτελεῖ καί Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας,
εἰς τρόπον ὥστε νά κάνουμε καί ἐμεῖς τό ἴδιο σήμερα, σέ ἀνάλογες περιπτώσεις,
μέ τούς Οἰκουμενιστές, προκειμένου δηλαδή νά διατηρήσουμε τούς θρόνους μας καί
τίς θέσεις μας. Δι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος Νικόδημος στήν εἰσαγωγή τοῦ Πηδαλίου του ἀναφέρει
ἐπί τοῦ θέματος τούτου τά ἐξῆς: «Πάντα τά σπάνια καί οἰκονομικά, καί τά ἐξ’
ἀνάγκης, ἤ τινος πονηρᾶς συνηθείας, καί ἁπλῶς εἰπεῖν, πάντα τά παρά κανόνας
γινόμενα, νόμος,
καί κανών καί παράδειγμα τῆς ἐκκλησίας οὐχ ὑπάρχουσι» (Πηδάλιο, σελ. ιθ΄).
Οὕτως ἐχόντων τῶν
πραγμάτων, ἐγώ ἀνέφερα, στό ἐν λόγῳ βιβλίο μου, ὅτι δέν ὑπάρχει ἐπί τοῦ θέματος
τῆς δημιουργίας ἄλλης Συνόδου καί τῆς χειροτονίας Ἐπισκόπων στούς θρόνους τῶν αἱρετικῶν,
χωρίς νά καθαιρεθοῦν οἱ κατέχοντες αὐτούς (ἤ φυσικά νά ἀποθάνουν), δέν ὑπάρχει
λέγω, ὄχι μόνο διδασκαλία τῆς Γραφῆς, τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῶν ἁγίων, ἀλλά οὔτε
καί παρόμοιο παράδειγμα ἀπό τούς ἁγίους στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐσύ ἀπεναντίας, π. Ἰωσήφ,
γιά νά δικαιολογήσης προφανῶς τίς αὐθαιρεσίες αὐτές τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἀνέφερες στήν πρώτη
σου ἀπάντησι ἕνα κάρο, κατά τό δή λεγόμενο, περιπτώσεις, κυρίως ἀπό αἱρετικούς
καί κάποιους ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἐχειροτονοῦντο αὐτοβούλως καί αὐθαιρέτως, ἐκμεταλευόμενοι
τήν ἀκαταστασία τῶν καιρῶν. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο δέν κατανοεῖς, ἴσως, ὅτι
καταρρακώνεις καί ἐξευτελίζεις τούς ἴδιους τούς Παλαιοημερολογίτες, διότι ἀποδεικνύεις
περίτρανα ὅτι σέ τέτοια παραδείγματα ἐστηρίχθησαν, προκειμένου νά ἐμφανιστοῦν ὡς
Ἐκκλησία μέ μόνα τά ἐξωτερικά γνωρίσματα (Ἐπίσκοπος, Σύνοδος κ.λπ.) καί νά
μεταθέσουν καί μεταβάλλουν ἔτσι τήν Ὀρθόδοξο ἐν καιρῷ αἱρέσεως Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας,
ἡ ὁποῖα ἔχει σάν γνώρισμα τήν ἀποτείχισι, τόν διωγμό καί τό μαρτύριο.
Στήν δεύτερη ἀπάντησί σου,
μέ ἡμερομηνία 20/2-5-2014, ἀκολουθώντας πιστά τήν ἴδια τακτική τῶν
Παλαιοημερολογιτῶν καί, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά κοσκινίσης, τρόπον τινά ἐλεγχόμενος,
τά παραδείγματα πού προσήγαγες, ὥστε νά διαπιστώσουμε καί ἐμεῖς, τί τέλος
πάντων ἔκαναν οἱ ἅγιοι ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί πῶς τό ἔκαναν (μιά καί δέν ὑπάρχει
διδασκαλία τῶν Γραφῶν, τῶν Κανόνων καί τῶν ἁγίων πού νά τούς κατοχυρώνει), οὐδέν
παρουσιάζεις, οὔτε προσκομίζεις κάτι νεώτερο, ἀλλά ἀπεναντίας φτάνεις στό σημεῖο,
προκειμένου νά δικαιολογίσεις τίς αὐθαιρεσίες τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, νά ζητῆς
τό ποῦ οἱ Κανόνες ἀπαγορεύουν αὐτές τίς χειροτονίες καί τίς δημιουργίες
παραλλήλων Συνόδων. Γράφεις συγκεκριμένα τά ἐξῆς:
«Συμφώνως ὅμως μέ τό ἰδικόν σου σοφιστικόν
σκεπτικόν θὰ ἀπαιτήσωμεν ἀπὸ ἐσέ, νὰ κομίσῃς σαφεῖς ἀναφορὰς ἀπὸ τὰς
προαναφερομένας πηγὰς ὅπου ἀντλεῖς τὰ ἐν λόγῳ ἐπιχειρήματά σου, νὰ ἐντέλλωνται
τὴν μὴ ἐκτέλεσιν χειροτονιῶν διὰ τὴν ἀνάδειξιν Ὀρθοδόξων Ἐπισκοπῶν ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει
ἐν ζωῇ αἱρετικός! Ὅταν μᾶς ἐπιδείξης ἕναν τέτοιον σαφῆ Κανόνα ἢ λόγον Ἁγίου
πατρός, τότε θὰ ὑπάρχει πραγματικὸς λόγος συζητήσεως! Δὲν θὰ εὕρης ὅμως τίποτε,
διότι οἱ Πατέρες ὡς πρώτιστον μέλημά των ἐθεώρησαν νὰ διδάξουν τοῖς πᾶσι τὴν ἄμεσον
ἀπομάκρυνσιν τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν κοινωνίαν μετὰ τῶν αἱρετικῶν, διὰ τὴν ἐξασφάλισιν
αὐτῶν, ἀποσιωποῦντες τὰ ὑπόλοιπα ὡς αὐτονόητα,
ἀφοῦ αὐτὰ βοοῦσαν μέσα ἀπό τάς ἰδίας πράξεις των» (σελ. 3).
Ὥστε λοιπόν, π. Ἰωσήφ,
ἰσχυρίζεσαι, ἄν σέ ἑρμηνεύω σωστά, ὅτι, στά ὅρια πού χαράσσουν οἱ Πατέρες καί οἱ
Κανόνες, μπορεῖ αὐθαίρετα κανείς νά κινηθῆ καί νά τά ὑπερβῆ, ἐφ’ ὅσον δέν ἔχει
μιά συγκεκριμένη ἀπαγόρευσι (π.χ. τήν μή ἐκτέλεσι χειροτονιῶν καί τήν
δημιουργία Συνόδων κατά τόν τύπο τῶν Παλαιοημερολογιτῶν μετά τήν ἀποτείχισι).
Τί εἴδους ὅρια, ὅμως, εἶναι αὐτά; Καί τί χρειάζονται, ἐφ’ ὅσον δύναται ὁ οἱοσδήποτε
νά τά καταλύη καί νά τά ὑπερβαίνη αὐθαιρέτως; Καί ἄν, τέλος πάντων, ἐπιτρέπεται
νά κινεῖται κάποιος αὐθαιρέτως, ἐφ’ ὅσον δέν ὑπάρχει συγκεκριμένη ἀπαγορευτική ἐντολή
γιά τά μετά τήν ἀποτείχισι, τότε φυσικά εἶναι καί ἀνεύθυνος, ἐφ’ ὅσον ὅ,τι
κάνει, τό κάνει κινούμενος σέ ἐπιτρεπτά καί νόμιμα ὅρια ἤ ἔστω μή σαφῶς ἀπαγορευμένα.
Ἄρα λοιπόν καί τό κατάντημα τῶν σχισμάτων τῶν Παλαιοημερολογιτῶν εἶναι
φυσιολογικό, ἐπιτρεπτό καί κυρίως ἀνεπιτίμητο, ἐφ’ ὅσον δέν ὑπῆρχε ἀπαγόρευσι
γιά τίς αὐθαιρεσίες πού ἔπραξαν. Διότι, σύμφωνα μέ τόν Παῦλο, «διά γάρ νόμου ἐπίγνωσις ἁμαρτίας» (Ρωμ.
3,20).
Αὐτό ἐπίσης πού γράφεις ὅτι, δηλαδή, «οἱ Πατέρες ὡς πρώτιστον μέλημα των ἐθεώρησαν
νὰ διδάξουν τοῖς πᾶσι τὴν ἄμεσον ἀπομάκρυνσιν τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν κοινωνίαν μετὰ
τῶν αἱρετικῶν, διὰ τὴν ἐξασφάλισιν αὐτῶν, ἀποσιωποῦντες τὰ ὑπόλοιπα ὡς αὐτονόητα, ἀφοῦ αὐτὰ βοοῦσαν μέσα ἀπὸ τὰς ἰδίας
πράξεις των», ποῦ, κατά τό δή λεγόμενο, κολλάει; Γιατί δηλαδή, τό
μέλημα τῶν Πατέρων νά εἶναι μόνο ἡ ἀπομάκρυνσις τῶν πιστῶν ἀπό τούς αἱρετικούς,
καί ὄχι ἡ μετά ταῦτα πορεία των; Καί ἄν ἡ ἐξασφάλισίς των, ὅπως ἀναφέρεις,
γίνεται διά τῆς ἀποτειχίσεως, τί χρειάζονται τά περαιτέρω αὐτονόητα; Καί γιατί,
τέλος πάντων, νά τά ἀποσιωπήσουν (τά μετά τήν ἀποτείχισι) ὡς αὐτονόητα, τήν στιγμή
πού θά ἔπρεπε νά τούς προτρέψουν σέ χειροτονίες καί δημιουργίες Συνόδων,
προκειμένου νά μήν μείνουν ἀκέφαλοι, ἀποίμαντοι ἤ, τό κυριώτερο, νά μήν
θεωρήσουν ὅτι εἶναι ἀρκετή ἡ ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς καί ὅλα τά ἄλλα θά
τά ρυθμίση ὁ Θεός «ἐν καιρῷ Ὀρθοδόξου
Συνόδου;».
Ἄκουσε, π. Ἰωσήφ,
τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι ἐπί τοῦ θέματος, γιά νά κατανοήσης ὅτι, ἀκριβῶς δι’ αὐτό,
οἱ Κανόνες καί οἱ Πατέρες δέν ἐδίδαξαν τήν μετά τήν ἀποτείχισι δημιουργία Ἐπισκόπων
καί Συνόδων κατά τόν τύπο τῶν Παλαιοημερολογιτῶν.
Ὁ Μέγας Βασίλειος σέ
μία ἀπό τίς ἐπιστολές του πρός τόν ἅγιο Εὐσέβιο Ἐπίσκοπο Σαμοσάτων ἀναφέρει
στήν ἀρχή τά ἐξῆς: «Πῶς ἄν σιωπήσαιμεν ἐπί
τοῖς παροῦσιν ἤ, τοῦτο καρτερεῖν μή δυνάμενοι, ἄξιόν τινα λόγον τῶν γινομένων εὕροιμεν,
ὥστε μή στεναγμῷ προσεοικέναι τήν φωνήν ἡμῶν, ἀλλά θρήνῳ τοῦ κακοῦ τό βάρος ἀρκούντως
διασημαίνοντι; Οἴχεται ἡμῖν καί ἡ Ταρσός. Καί οὐ τοῦτο μόνον δεινόν, καίπερ ἀφόρητον
ὄν· ἔστι γάρ τούτου χαλεπώτερον· πόλιν τοσαύτην, οὕτως ἔχουσαν εὐκληρίας ὥστε Ἰσαύρους
καί Κίλικας καί Καππαδόκας καί Σύρους δι' ἑαυτῆς συνάπτειν, ἑνός ἤ δυοῖν ἀπονοίαις
ἀνθρώπων ὀλέθρου γενέσθαι πάρεργον, μελλόντων ὑμῶν καί βουλευομένων καί πρός ἀλλήλους
ἀποσκοπούντων» (Ε.Π.Ε. 1, 128).
Τήν ὑπόθεσι γιά τούς
στεναγμούς καί τούς θρήνους τοῦ ἁγίου τήν ἐξηγεῖ στήν ὑποσημείωσι ὁ ἑρμηνευτής
τοῦ τόμου αὐτοῦ τῆς Ε.Π.Ε., Π. Χρήστου. Ἀναφέρει τά ἐξῆς: «Μετά τό θάνατον τοῦ ἐπισκόπου Ταρσοῦ Σιλουανοῦ, ὁ ὁποῖος ἦτο φίλος τοῦ
Εὐσταθίου Σεβαστείας καί παρομοίας μέ αὐτόν ἀσταθείας εἰς τά δογματικά θέματα,
οἱ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι καθυστέρησαν πολύ μέ τάς συζητήσεις των εἰς τήν ἐκλογήν
διαδόχου αὐτοῦ καί οὕτως οἱ Ἀρειανοί ἐπέτυχαν νά ἐγκαταστήσουν ἰδικόν των. Παρά
ταῦτα οἱ πλεῖστοι τῶν κληρικῶν τῆς ἐπαρχίας αὐτῆς παρέμειναν ὀρθόδοξοι καί εἰς
κοινωνίαν μέ τόν Βασίλειον».
Γιά τόν Ἐπίσκοπο Ταρσοῦ Σιλουανό γράφει τά ἑξῆς
ἡ Θ.Η.Ε.: «Σιλουανός Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ
(+373) διαδεχθείς τόν Ἀντώνιο κατά τούς χρόνους τοῦ Κωνσταντίνου, Ἡμιαρειανός ἀνήκων
εἰς τούς ἐπισκόπους ἐκείνους περί τῶν ὁποίων ἔγραφεν ὁ Μ. Ἀθανάσιος “τήν αὐτήν ἡμῖν
διάνοιαν ἔχουσι, περί δέ τό ὄνομα μόνο διστάζουσι”» (Θ.Η.Ε. 11, 154).
Πιστεύω, π. Ἰωσήφ,
νά ἐκατάλαβες πῶς ἐσκέπτοντο καί ἐνεργοῦσαν στήν προκειμένη περίπτωση οἱ ἅγιοι.
Αὐτό μόνο ἔχω νά προσθέσω σάν σχόλιο ὅτι, ἄν ὁ Μέγας Βασίλειος ἐγνώριζε τήν
θεολογία τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἀσφαλῶς δέν θά ἐθρήνει καί δὲν θά ὠδύρετο
γιατί ἐχάθη ἡ Ταρσός (ἐπειδή δηλαδή οἱ Ἀρειανοί ἐπρόλαβαν καί ἐχειροτόνησαν ἰδικόν
των Ἐπίσκοπο), ἀλλά θά προέτρεπε τούς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους νά συναχθοῦν καί νά
χειροτονήσουν παραλλήλως τόν ἰδικόν τους Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο, μιά καί κατά τίς
μαρτυρίες «οἱ πλεῖστοι τῶν κληρικῶν τῆς ἐπαρχίας
παρέμειναν ὀρθόδοξοι καί εἰς κοινωνία μέ τόν Βασίλειο».
Νά σκεφθῆς ἐπιπλέον,
π. Ἰωσήφ, ὅτι ἐδῶ ἔχουμε καί Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους στίς πλησίον τῆς Ταρσοῦ ἐπαρχίες,
οἱ ὁποῖοι θά ἠδύναντο νά χειροτονήσουν νομίμους Ἐπισκόπους καί, παρ’ ὅλα αὐτά, ἐφ’
ὅσον ἐπρόλαβαν οἱ Ἀρειανοί καί ἐχειροτόνησαν, ἀρκέστηκαν στήν ἐκκλησιαστική ἀποτείχισι
ὅπως καί οἱ Ὀρθόδοξοι κληρικοί τῆς Ταρσοῦ.
Ἄκουσε, π. Ἰωσήφ, καί δεύτερο παράδειγμα ἀπό
τόν φωστῆρα τῆς Καισαρείας. Σέ ἄλλη ἐπιστολή του πρός τόν
Εὐσέβιο Σαμοσάτων ἀναφέρει
τά ἑξῆς: «Ἰκόνιον πόλις ἐστί τῆς Πισιδίας,
τό μέν παλαιόν μετά τήν μεγίστην ἡ πρώτη, νῦν δέ καί αὐτή πρώτη προκάθηται μέρους
ὅ ἐκ διαφόρων τμημάτων συναχθέν ἐπαρχίας ἰδίας οἰκονομίαν ἐδέξατο. Αὕτη καλεῖ ἡμᾶς
εἰς ἐπίσκεψιν, ὥστε αὐτῇ δοῦναι ἐπίσκοπον. Τετελευτήκει γάρ ὁ Φαυστῖνος. Εἰ οὖν
δεῖ μή κατοκνεῖν τάς ὑπερορίους χειροτονίας καί ποίαν τινά χρή δοῦναι τοῖς
Σεβαστηνοῖς ἀπόκρισιν καί πῶς πρός τάς τοῦ Εὐαγρίου διατεθῆναι γνώμας, ἐδεόμην
διδαχθῆναι αὐτός συντυχών δι' ἐμαυτοῦ τῇ τιμιότητί σου, ὧν πάντων ἀπεστερήθην
διά τήν παροῦσαν ἀσθένειαν» (Ε.Π.Ε. 1, 268-270).
Καί ἐδῶ, ὅπως
βλέπεις, πάτερ, ὁ Μέγας Βασίλειος προβληματίζεται, ἄν πρέπει νά κάνη ὑπερόριες
χειροτονίες, σέ κενές ὅμως Ἐπισκοπικές ἕδρες. Γιά τόν Ἐπίσκοπο Φαυστῖνο δέν ἔχουμε
καμμία ἄλλη πληροφορία πλήν τῆς παρούσης ἀναφορᾶς τοῦ Μ. Βασιλείου (Θ.Η.Ε. 6,
860). Προφανῶς νά ἦτο Ἀρειανός, ἐφ’ ὅσον μετά τόν θάνατό του ἐκλήθηκε ἐπειγόντως
ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων ὁ Μέγας Βασίλειος διά νά χειροτονηθῆ Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος εἰς
τήν πόλιν αὐτήν. Ἀλλά καί Ὀρθόδοξος νά ἦτο
ὁ Φαυστῖνος, μετά τό θάνατό του, φοβούμενοι οἱ Ὀρθόδοξοι μήπως οἱ Ἀρειανοί
χειροτονήσουν ἰδικόν τους Ἐπίσκοπο, ἐκάλεσαν
πρός βοήθεια τόν Μέγα Βασίλειο. Ἡ ἔκφρασις τοῦ ἁγίου: «Αὕτη καλεῖ ἡμᾶς εἰς ἐπίσκεψιν, ὥστε αὐτῇ δοῦναι ἐπίσκοπον»,
σημαίνει ὅτι ὁ ἅγιος ἐκλήθη ὑπό τῶν ἰδίων κληρικῶν καί κατοίκων τῆς πόλεως πρός
βοήθεια καί αὐτό δείχνει τήν ἀγωνία καί τόν φόβον των μήπως χειροτονηθεῖ αἱρετικός
Ἐπίσκοπος.
Καί ἐδῶ βέβαια δέν θά ἐδικαιολογεῖτο ἡ ἀγωνία
τῶν Ὀρθοδόξων καί ἡ σπουδή τοῦ ἁγίου πρός τοῦτο, ἐάν ἐγνώριζον τήν ἐκκλησιολογία
τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, σύμφωνα μέ τήν ὁποῖα ἠδύναντο καί μετά τήν χειροτονία
τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, ἡ ὁποία δι’ αὐτούς θά ἦτο ἀνύπαρκτος, νά χειροτονήσουν
καί αὐτοί παραλλήλως τόν ἰδικόν τους Ὀρθόδοξο.
Καί ἕνα τελευταῖο παράδειγμα ἀπό τόν ἴδιο φωστῆρα
τῆς Καισαρείας. Ἀναφέρει τά ἑξῆς σέ ἄλλη ἐπιστολή πρός τόν ἅγιο Εὐσέβιο, Ἐπίσκοπο
Σαμοσάτων, τόν ὁποῖο ὁ Μέγας Βασίλειος ὑπερευλαβεῖτο καί ἐσυμβουλεύετο. «Ἡ δέ ἑτέρα (ἐπιστολή τοῦ Εὐσεβίου)
...διδασκαλίαν περιεῖχε πρέπουσάν σοι καί ἡμῖν ἀναγκαίαν, μή καταρραθυμεῖν τῶν Ἐκκλησιῶν
τοῦ Θεοῦ μηδέ κατά μικρόν προΐεσθαι τοῖς ὑπεναντίοις τά πράγματα, ἀφ’ ὧν τά μέν
ἐκείνων αὐξάνει, τά δέ ἡμετέρα μειωθήσεται» (Ε.Π.Ε. 1, 276).
Ὁ ἅγιος Εὐσέβιος
στήν ἐπιστολή αὐτή προέτρεπε τόν Μέγα Βασίλειο νά μήν ἀδιαφορῆ, ὅταν ἐκενοῦτο
καί ἐχήρευε μία Ἐπισκοπή, στό νά χειροτονοῦν ἀμέσως ἐκεῖ κάποιον Ὀρθόδοξο,
διότι, ἐάν ἐπρόλαβαιναν νά χειροτονήσουν Ἐπίσκοπο οἱ Ἀρειανοί, παρεδίδοντο οἱ Ἐκκλησίες
στά χέρια τῶν αἱρετικῶν, μέ ἀποτέλεσμα «τά
μέ ἐκείνων αὐξάνειν, τά δι’ ἡμέτερα μειωθήσεται».
Ὁ Μέγας Βασίλειος
κατωτέρω ἀπολογούμενος ἐπί τοῦ θέματος, ἐκτός ἀπό τήν ἀσθένειάν του, ἀναφέρει
καί τά ἐξῆς: «Πρός δέ τό ὅτι οὐ ραθυμίᾳ ἡμετέρᾳ
τά τῶν Ἐκκλησιῶν τοῖς ἐναντίοις προδέδοται, εἰδέναι βούλομαι τήν θεοσέβειάν σου
ὅτι οἱ κοινωνικοί δῆθεν τῶν Ἐπισκόπων ἤ ὄκνῳ ἤ τό πρός ἡμᾶς ὑπόπτως ἔχειν ἔτι
καί μή καθαρῶς ἤ τῇ παρά τοῦ διαβόλου ἐγγινομένῃ πρός τάς ἀγαθάς πράξεις ἐναντιώσει
συνάρασθαι ἡμῖν οὐκ ἀνέχονται».
Ἐδῶ ὁ ἅγιος ἀναφέρει
τούς λόγους γιά τούς ὁποίους «τά τῶν Ἐκκλησιῶν
τοῖς ἐναντίοις προδέδοται»· καί αὐτοί εἶναι, τό ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι ἤ
διακατείχοντο ἀπό ἀμέλεια καί ὀκνηρία, ἤ ἀπό καχυποψία πρός τόν Μέγα Βασίλειο, ἤ,
ἀπό συνεργεία τοῦ διαβόλου δέν ἐπροθυμοποιοῦντο νά ἐνεργήσουν ταχέως. Σημειώνει
δέ ὁ ἑρμηνευτής τῶν ἐπιστολῶν τά ἑξῆς στήν ὑποσημείωσι. «Ἐπιστολή 141. Ἐγράφη εἰς τά μέσα τοῦ θέρους τοῦ 373 πρός δικαιολόγησιν ἀφ'
ἑνός μέν τῆς ἀπουσίας τοῦ Βασιλείου ἀπό τήν πανηγυρικήν συνάθροισιν εἰς τά Σαμόσατα,
ἀφ' ἑτέρου δέ τῆς ἀδιαφορίας του ἔναντι τῆς ὑπό τῶν Ἀρειανῶν καταλήψεως ὡρισμένων
ἐπισκοπῶν εἰς τάς γύρω ἀπό τήν Καππαδοκίαν περιοχάς. Ἐπί παραδείγματι εἰς τήν προσφάτως κενωθεῖσαν ἕδραν τοῦ Ἰκονίου
εἶχε τοποθετηθῆ ὁ Ἰωάννης, φιλαρειανός, λόγῳ τῆς ἀδιαφορίας τῶν Ὀρθοδόξων».
Καί ἐδῶ φαίνεται ὅτι
ὁ Μέγας Βασίλειος, καθώς καί ὁ Εὐσέβιος Σαμοσάτων, δέν ἐγνώριζον τήν σημερινή
θεολογία τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ὅτι δηλαδή δύνανται παραλλήλως νά
χειροτονήσουν τόν Ἐπίσκοπό των, ἐφ’ ὅσον τήν θέσι καί τήν ἕδρα τήν Ἐπισκοπική
τήν κατέχει ὁ αἱρετικός.
Στά παραδείγματα αὐτά
φαίνεται, ἐπίσης, καθαρά ὅτι οἱ Πατέρες δέν ἐμποδίζοντο ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία, ὅπως ἐσύ ἰσχυρίζεσαι,
διά νά προβοῦν σέ χειροτονίες παράλληλες, διότι, ἄν ἴσχυε αὐτό, θά τό ἀνέφερε
σάν δικαιολογία ὁ Μέγας Βασίλειος, θά τό ἐγνώριζε δέ καί ὁ Εὐσέβιος.
Ἀλλά καί στήν μακρά περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας
βλέπουμε ὅτι οἱ ὁμολογητές Πατέρες δέν ἐγνώριζον αὐτή τήν ὄψιμο θεολογία καί Ἐκκλησιολογία
τῶν Παλαιοημερολογιτῶν. Δι’ αὐτόν τόν λόγο δέν βλέπουμε πουθενά νά χειροτονοῦν
παραλλήλως πρός τούς εἰκονομάχους Ἐπισκόπους τούς ἰδικούς των Ὀρθοδόξους. Ἐδῶ, ἄν
προσκομίσης πάλι, π. Ἰωσήφ, τήν δικαιολογία ὅτι τούς ἐμπόδιζε ἡ πολιτική ἐξουσία,
νομίζω ὅτι, ἤ θά ὑποτιμᾶς τήν γενναιότητα καί ἀνδρεία τῶν ὁμολογητῶν Πατέρων, οἱ
ὁποῖοι ἀψήφισαν τά πάντα χάριν τοῦ Χριστοῦ, ἤ θά ὑποτιμᾶς τήν νοημοσύνη αὐτῶν
πού διαβάζουν τά γραφόμενά σου, διότι, ἄν αὐτή ἡ ὄψιμη ἐκκλησιολογία τῶν
Παλαιοημερολογιτῶν ἀποτελοῦσε τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, ἀναμφίβολα
αὐτοί οἱ γίγαντες τῆς ἀνδρείας καί τῆς ὁμολογίας θά τό ἔπραττον ἀντί πάσης
θυσίας.
Ἔχουμε πέραν τούτου
καί τήν περίοδο τῆς βασιλείας τοῦ ἐπιεικοῦς εἰκονομάχου αὐτοκράτορος Μιχαήλ τοῦ
Β΄ τοῦ Τραυλοῦ (820-829). Ὁ αὐτοκράτωρ αὐτός ἐπανέφερε ἐκ τῆς ἐξορίας τούς ὁμολογητάς
Πατέρες καί ἐπέτρεψε νά ἔχη ἕκαστος τήν πίστι πού ἤθελε περί τῶν ἁγίων εἰκόνων,
δέν ἀποκατέστησε ὅμως τούς Ὀρθοδόξους εἰς τούς θρόνους των καί τούς ἡγούμενους
εἰς τίς μονές των, ἀλλά τούς ἐπισκοπικούς θρόνους τούς κατεῖχον οἱ αἱρετικοί. Οἱ
Πατέρες εἶχαν τήν ἄδεια νά κατοικοῦν ἐκτός τῆς Κων/πόλεως καί νά ἐπικοινωνοῦν ἐλεύθερα
μεταξύ των. Σέ μία ἀπό αὐτές τίς συνάξεις τῶν Πατέρων ἡ ὁποία ἀναφέρεται στόν
βίο τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου (PG 99,317Α) ἀπεφάσισαν οἱ Πατέρες, ὄχι φυσικά νά
χειροτονήσουν Ἐπισκόπους ἤ νά δημιουργήσουν Σύνοδο, ὅπως τόν καιρό τῆς εἰρήνης,
ἀλλά ἀποφάσισαν νά παρουσιαστοῦν στόν αὐτοκράτορα καί νά τόν παρακαλέσουν νά ἐπαναφέρη
τίς εἰκόνες στήν Ἐκκλησία. Αὐτό ἔγινε, ὅπως περιγράφεται στόν βίο τοῦ ὁσίου
Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, οἱ Πατέρες ὡμίλησαν μέ παρρησία στόν αὐτοκράτορα, ἀλλά
τελικά δέν εἰσακούστησαν.
Ὅλα αὐτά τά ἀναφέρω, π. Ἰωσήφ, γιά νά
καταλάβης τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως σκέψι
καί τοποθέτησι τῶν ἁγίων, καθώς καί τούς στόχους καί σκοπούς πού ἔθετον.
Ἄν ὅμως εἶχον αὐτήν τήν ὄψιμη ἐκκλησιολογία τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἀσφαλῶς θά ἐνήργουν
διαφορετικά καί τό πρῶτο τους μέλημα θά ἦταν οἱ παράλληλες χειροτονίες καί ἡ
δημιουργία Συνόδου, τήν στιγμή μάλιστα πού εἶχαν τήν κανονική χειροτονία καί εἶχαν
ὑποστῆ τήν παράνομο ἐκδίωξι ἀπό τούς θρόνους των, καθώς ἐπίσης τήν στήριξι καί ἀναγνώρισι
τῶν ὑπολοίπων Πατριαρχείων καί εἰδικά τῆς Ρώμης.
Οἱ
Παλαιοημερολογίτες, ὅμως, ἔπραξαν τό ἐντελῶς ἀντίθετο· χωρίς δηλαδή νά ἔχουν
κανονική χειροτονία καί νά ἔχουν ἐκδιωχθῆ λόγῳ τῆς πίστεως των ἀπό τούς θρόνους
των, χωρίς νά ἔχουν τήν στήριξι καί ἀναγνώρισι οὐδεμιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας,
χωρίς τέλος πάντων νά ἔχουν κάποιο παρόμοιο προηγούμενο ἀπό τούς ἁγίους πού νά
συνηγορῆ στήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως στάσι των, ἀπεφάσισαν καί ἐδημιούργησαν
Συνόδους καί σχίσματα ὑπερορίως καί ὑπερατλαντικῶς καί ἀποκατέστησαν τήν ἐξωτερική
μορφή τῆς ἐν καιρῷ εἰρήνης Ἐκκλησίας, χωρίς φυσικά νά καταδικαστῆ ἡ αἵρεσις καί
χωρίς νά ἐκδιωχθοῦν οἱ αἱρετικοί ἀπό τούς θρόνους των.
Αὐτή
ἡ δημιουργηθεῖσα κατάστασις, ἤ μᾶλλον ἀκαταστασία στήν Ἐκκλησία, εἶναι καί ἡ
κυριώτερη αἰτία, ὅσο καί ἄν δέν θέλουν οἱ Παλαιοημερολογίτες νά τό παραδεχθοῦν,
πού πολλοί ἀντιοικουμενιστές δέν ἀποτειχίζονται, φοβούμενοι δηλαδή μήπως
καταλήξουν καί καταντήσουν καί αὐτοί στά σχίσματα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν.
Τελειώνοντας ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ θέματος θά ἤθελα νά
σέ παρακαλέσω, π. Ἰωσήφ, νά ἀναφέρης καί ἐσύ τί ἔπραξαν οἱ ἅγιοι ἐν καιρῷ αἱρέσεως
στό θέμα τῶν παραλλήλων χειροτονιῶν καί τῶν Συνόδων, μιά καί, ὅπως ὁμολόγησες,
δέν ὑπάρχει διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ θέματος τούτου. Τά γραφόμενα μας
φυσικά θά τά κρίνουν καί οἱ ἀναγνῶστες τῶν ἰστολογίων, οἱ ὁποῖοι καί αὐτοί θά
σχηματίσουν ἀνάλογο γνώμη σύμφωνα μέ τά ἐπιχειρήματα ἑκάστου. Ἐγώ, ὅπως βλέπεις,
ὅ,τι ἀνέφερα, ἦταν ἀπό τίς ἐν καιρῷ αἱρέσεως πράξεις τῶν ἁγίων καί ὄχι τῶν αἱρετικῶν
ἤ τοῦ οἱουδήποτε τυχόντος.
Πάντως, ἄν τελικά ἔχουν
ἔτσι τά πράγματα, ὅπως ἐσύ ἰσχυρίζεσαι (καί βέβαια ὅλοι οἱ Παλαιοημερολογίτες),
ἡ ὅλη κατάστασις ἁπλοποιεῖται· καταργεῖται ὁ ἀγώνας γιά τήν μεταστροφή καί ἐκδίωξι
τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων, καταργεῖται ὁ διωγμός καί τό μαρτύριο, ἐφ’ ὅσον διά τῆς
Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων πού αὐθαιρέτως ἐδημιουργήσαμε, ἔχουμε ἀποκατάστασι τῆς
πίστεως καί ἀναλαμπή τῆς Ὀρθοδοξίας καί καταδίκη τῆς αἱρέσεως καί, τελικά, μᾶλλον
μᾶς βολεύει νά κατέχουν οἱ αἱρετικοί τίς θέσεις τῶν Ἐπισκόπων, διότι ἔτσι
νομιμοποιεῖται καί διαιωνίζεται ἡ παρουσία τῆς παραλλήλου Συνόδου.
Ἴσως δέ αὐτό, κατά
τούς Παλαιοημερολογίτες, νά ἐννοοῦσε ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὅταν ἔλεγε
στίς ἐπιστολές του «καιρός Ὀρθοδόξου Συνόδου, ἀναλαμπή τῆς Ὀρθοδοξίας, κ.λπ.»,
μόνο πού δέν ἐκατάλαβε ὅτι ὑπάρχει καί ὁ εὔκολος καί ἀνώδυνος δρόμος πρός ἐπίτευξι
τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ καί ἐθεώρησε, ὡς Ὀρθόδοξη ὁδό, τήν ἐκδίωξι ἤ μεταστροφή τῶν αἱρετικῶν
Ἐπισκόπων καί τήν διά μαρτυρίου καί αἵματος ἀποκατάστασι τῆς Ὀρθοδόξου
πίστεως.
Νομίζω ἐν κατακλεῖδι,
ἐπί τοῦ θέματος τούτου, π. Ἰωσήφ, ὅτι καί οἱ ἴδιοι οἱ Παλαιοημερολογίτες
(τουλάχιστον στά ἀρχικά στάδια τοῦ ἀγῶνος των), δέν συμφωνοῦν μέ τίς ἀπόψεις
σου αὐτές, διότι, ὅπως βλέπουμε στίς χειροτονίες πού ἔκαναν, ἔδιναν κατά κανόνα
τίτλους στούς Ἐπισκόπους πάλαι ποτέ διαλαμψάντων Μητροπόλεων καί Ἐπισκοπῶν ἤ
καί ἄλλους, πού αὐτοσχεδίαζαν οἱ ἴδιοι, προκειμένου νά ἀποφύγουν νά δώσουν τούς
τίτλους, στούς Ἐπισκόπους αὐτούς, πού κατεῖχον οἱ Νεοημερολογίτες Ἐπίσκοποι. (Π.χ.
Βρεσθένης, Διαυλείας, Χριστιανουπόλεως, Κυκλάδων, Ταλαντίου, Γαρδικίου,
Μαγνησίας, Θαυμακοῦ, Εὐρίπου, μέχρι καί Κνωσσοῦ κ.λπ.). Ἄν ὅμως εἶχαν τίς ὄψιμες
ἀπόψεις τῶν Παλαοημερολογιτῶν θά ἔπρεπε, νομίζω, νά δώσουν τούς τίτλους καί
τούς θρόνους τῶν Νεοημερολογιτῶν, ἐφ’ ὅσον ἐθεωρεῖτο διακοπεῖσα ἡ Ἀποστολική
Διαδοχή λόγω τῆς αἱρέσεως καί, ἄρα, κενές οἱ Ἐπισκοπικές ἕδρες.
Δεδομένου δέ τοῦ ὅτι
εἶχον οἱ Παλαιοημερολογίτες τήν αἴσθησι τῆς εὐθύνης τῆς ἁπανταχοῦ Ὀρθοδοξίας (ἐφ’
ὅσον χειροτονοῦσαν Ἐπισκόπους πλέον καί διά τό ἐξωτερικό π.χ. Λισσαβῶνος, Ἀκουϊλίας,
Μιλάνου, Β. καί Ν. Ἀμερικῆς κ.λπ.), θά ἔπρεπε νομίζω πρωτίστως νά χειροτονήσουν
καί Οἰκουμενικό Πατριάρχη, διά νά ἔχουν καί οἱ ἁγιορεῖτες Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο νά μνημονεύουν στίς ἀκολουθίες καί τά
μυστήρια. Δι’ αὐτό, τελειώνοντας ἐπί τοῦ θέματος, νομίζω, π. Ἰωσήφ, ὅτι σέ
δύσκολες στιγμές τῆς Ἐκκλησίας, δέν χρειάζονται μόνο ἀγωνιστές διά νά παραταχθοῦν
στούς αἱρετικούς, ἀλλά χρειάζονται πρωτίστως φωτισμένοι καί χαρισματοῦχοι ἡγέτες,
ὥστε νά μήν ἐκκλίνουν οὔτε δεξιά οὔτε ἀριστερά.